στουράκι

στουράκι
το, Ν
βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού στύραξ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στυράκιον (Ι), υποκορ. τού στύραξ* (Ι) (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στόρακας — ο, Ν βοτ. το φυτό στύραξ (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τού στύραξ (Ι) (πρβλ. και τους επίσης διαλ. τ. στουράκι και στερατσά για το ίδιο φυτό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”